Μερικές φορές αναρωτιόμαστε αν μια ταινία μικρού μήκους μυθοπλασίας -πόσο μάλλον ντοκιμαντέρ- είναι ικανή να ολοκληρωθεί, τηρώντας τη βασική Αριστοτελική «οδηγία», Αρχή - Μέση - Τέλος. Αυτό είναι και το κομβικό σημείο, στο οποίο οι περισσότερες Ελληνικές ταινίες μικρού μήκους δεινοπαθούν. Κι αυτό τεκμηριώνεται εύκολα, αν κάποιος διατηρεί σχέσεις στοργής με αυτό το κινηματογραφικό φορμάτ και παρακολουθεί την εξέλιξη της πορείας του.
Στην περίπτωση του Χρήστου Καρακάση, το «Take a Trip», στις αντίστοιχες βάσεις δεδομένων, καταχωρείται ως ένα 30λεπτο ντοκιμαντέρ, που απεικονίζει τους δρόμους και τη ζωή σε μια από τις πολυπληθέστερες πόλεις της Ευρώπης, το Λονδίνο, στο οποίο συνδέονται και συγκατοικούν δεκάδες διαφορετικοί πολιτισμοί. Μια πόλη, με μνήμες φορτισμένες από κόκκους χαράς, λάσπη δακρύων, αλαλαγές ιπποτών, ποδοσφαιρικές κραυγές και λατρεία για την παθογενή βασιλική οικογένεια.
Πρόκειται για ένα εξαιρετικό κείμενο, που γεννάει μια διαφορετική, πέραν της τυπικής, διάσταση, κυρίως εξαιτίας της αντιστιτικής αφηγηματικής ικανότητας της Βασιλικής Κάππα, της οποίας η καθαρότητα του τονισμού, συντροφεύει στο κύλισμα του χρόνου της ταινίας. Η υπόθεση; Σε πρώτο επίπεδο γραμμική, αφού ακολουθεί τη διαχρονική πολιτικο-πολιτισμική ταυτότητα της χώρας των βασιλιάδων και των μεσαιώνων ιμπεριαλιστών, καταγράφοντας, παράλληλα, τη σύγχρονη ζωή της πόλης, η οποία σαφέστατα, είναι πολύ διαφορετική από την εικόνα που προβάλλεται στους τουρίστες.
Η πόλη ως ψυχή μιας μερίδας της φυλής ανθρώπων
Η ταινία ξεκινά με σεκάνς εισαγωγικών πλάνων, φωτογραφικής διάστασης, που παρουσιάζει την πόλη ως ένα μεγαλειώδες και αιώνιο μνημείο. Οι εικόνες είναι πανοραμικές, εντυπωσιακές, αλλά ταυτόχρονα επιφορτισμένες με μια αίσθηση απόμακρης μελαγχολίας, δέους και σεβασμού, υπενθυμίζοντας ότι η πόλη είναι κάτι περισσότερο από απλώς ένα θέαμα.
Ο Καρακάσης την χαρακτηρίζει, ως το επίκεντρο μια ζώσας φυλής ανθρώπων, ως μια παγκόσμια πόλη στην οποία η παραγωγή συναισθημάτων ενισχύεται, ομόκεντρα, από τα βιώματα των κατοίκων της. Οι αόρατοι αυτοί διαφορετικοί άνθρωποι και ομάδες αποτελούν χαρακτήρες που κινηματογραφούνται κυκλικά. Από νέους που διασκεδάζουν σε πάρτι, μέχρι ηλικιωμένους που περπατούν στα πάρκα. Άλλοτε με πανοραμικές λήψεις κι άλλοτε με κοντινή λεπτομέρεια, οι στιγμές τους καταγράφονται, μέσα από το φακό, με συμπόνια και κατανόηση, χωρίς να κρίνονται ή να εξειδικεύονται. Από την αδιάφορη καθημερινότητά τους, έως συχνά σε κατάσταση θυμού ή έντασης, συναισθήματα δηλαδή, που πηγάζουν από την αντιμετώπιση των δυσκολιών της επιβίωσης στην πόλη. Και ο Καρακάσης το πετυχαίνει στο ακέραιο, επιλέγοντας την τεχνική του «μεταμπλάζ», μιας τεχνικής που υπογραμμίζει την αίσθηση της ρεαλιστικής αντικειμενικότητας, ενισχύοντας τη συναισθηματική φόρτιση, την απαξίωση ή το πρόσθετο άγχος.
Ωστόσο η ταινία συνδυάζονται τα υλικά της, χρησιμοποιεί επίσης στοιχεία αφηγηματικής μυθοπλασίας και έντονης μουσικής αιτιατής χρήσης, με τη δράση να εκτυλίσσεται «καλυμμένη» στους κοινόχρηστους χώρους της πόλης, στο πεδίο δηλαδή, που οι άνθρωποι βιώνουν τις πραγματικές τους ζωές, δημιουργώντας μια πιο σύνθετη και συγκινητική εικόνα της πόλης.
Μέχρι που στο 11ο λεπτό έρχεται η ανατροπή, η μεταστροφή, το πέρασμα από την ιστορική καταγραφή των στιγμών του 1940, όπου πλέον οι μνήμες τοπογραφούνται σε διάταξη παρέλασης. Ένα Σάββατο Αυγούστου με αίθριο καιρό, αλλά συνάμα με πυκνή καταχνιά, σηματοδοτείται η αφετηρία μιας ακόμα προσωρινής κατάρρευσης. Εικόνες και φιλμ αρχείου, κάτω από τους ήχους ενός μοναχικού, ανατρεπτικού μπλουζ, εστιάζοντας στην αίσθηση της θλίψης και της ηρωικής νοσταλγίας.
Πίσω πάλι στη σύγχρονη ζωή της πόλης, αλλά και τη παράλληλη δράση του εσωτερικού διαλόγου μιας μάλλον πρόσκαιρης επισκέπτριας, εμπλουτισμένη με τις εικόνες της καθημερινότητας, συχνά ρεαλιστικές και σκληρές. Σφικτά, αλλά ίσως άνισα δεμένες με τη μουσική επένδυση της ταινίας, που μέσω της επιλογής δυνατών ροκ και μπλουζ περασμάτων, η ατμόσφαιρα δυναμιτίζεται.
Η ταινία ολοκληρώνεται επαναλαμβάνοντας την πρόθεση της εισαγωγικής σεκάνς. Οι εικόνες της πόλης είναι και πάλι πανοραμικές και εντυπωσιακές, ωστόσο αυτή τη φορά υπάρχει η διαίσθηση μιας μικρής σπίθας: η πόλη μπορεί να ξεπεράσει το παρελθόν της και να δημιουργήσει ένα καλύτερο μέλλον για τους νοικάρηδές της.
Το «Take a Trip» είναι μια ταινία που ξεφεύγει από τα στενά πρότυπα μιας τυπικής ντοκιμαντερίστικης κινηματογράφησης. Δεν είναι η διεύθυνση φωτογραφίας και οι τεχνικές της, που κεντρίζουν το ενδιαφέρον του πανοράματος. Είναι η εσωτερική μονταζιέρα στα εικαστικά κύτταρα του σκηνοθέτη. Είναι η αλληλουχία των πλάνων, η μουσική τους σύνδεση, τελικά είναι η απομνημόνευση της ψυχής μιας φυλής ανθρώπων, που μοιράζονται στενά τις ανάσες τους, εξαρτώμενοι από τα ίδια σημειολογικά σύμβολα της εμβληματικής πόλης και παρά τις παθογένειές τους, διαισθάνονται την ελπίδα για ένα καλύτερο αύριο.
Κι όλα αυτά σε τριάντα μόνον λεπτά. Δεν είναι λοιπόν τυχαία η συνάντησή της με σειρά συμμετοχών και κυρίως βραβεύσεων σε διάφορα, ανά τον πλανήτη, αντίστοιχα φεστιβάλ ταινιών μικρού μήκους…
Κώστας Κωνσταντινίδης
Κριτικός Κινηματογράφου μέλος των:
Πανελλήνιας Ένωσης Κριτικών Κινηματογράφου,
Ελληνικής Ακαδημίας Κινηματογράφου